ξεφαντώνω

ξεφαντώνω
ξεφάντωσα, διασκεδάζω, γλεντοκοπώ: Με συντροφιές ξεφάντωνε, μην είσαι μοναχή σου (Eρωτόκριτος).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεφαντώνω — ξεφαντώνω, ξεφάντωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεφαντώνω — γλεντοκοπώ, παίρνω μέρος σε μεγάλο γλέντι, ιδίως με χορούς και τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ξεφαντώνω < *ἐκφαντῶ < ἔκφαντος «φανερός»] …   Dictionary of Greek

  • γλεντοκοπώ — ( άω) [γλεντοκόπος] διασκεδάζω συνεχώς, ξεφαντώνω …   Dictionary of Greek

  • δαίνυμι — και δαινύω (Α) Ι. 1. προσφέρω γεύμα ή συμπόσιο (φρ., «δαίνυμι γάμον ή τάφον» προσφέρω συμπόσιο γαμήλιο ἤ επιτάφιο 2. φιλεύω κάποιον με κάτι («τὸν... Αστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε») II. δαίνυμαι 1. συμποσιάζω, ξεφαντώνω 2. τρώγω κάτι, εξαντλώ κάτι …   Dictionary of Greek

  • ευωχούμαι — έομαι (Α εὐωχοῡμαι, έομαι και ενεργ. εὐωχῶ, έω) συμποσιάζω, διασκεδάζω, ξεφαντώνω, γλεντοκοπώ, χαροκοπώ αρχ. 1. προσφέρω γεύμα, φιλεύω κάποιον 2. (για ζώα) διατρέφω καλά 3. παρέχω τροφή 4. (για κάθε είδους απόλαυση) παρέχω πλούσια, προσφέρω… …   Dictionary of Greek

  • ξεφάντωμα — το [ξεφαντώνω] ξέφρενο γλέντι, γλεντοκόπημα …   Dictionary of Greek

  • ξεφάντωση — η [ξεφαντώνω] το ξεφάντωμα …   Dictionary of Greek

  • ξεφαντωτής — ο [ξεφαντώνω] ο έκδοτος στα ξεφαντώματα, γλεντοκόπος, γλεντζές …   Dictionary of Greek

  • ξεφαντωτικός — ή, ό [ξεφαντώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξεφάντωμα («ξεφαντωτική ζωή») …   Dictionary of Greek

  • ξεφαντότοπος — ο τόπος ξεφαντώματος, ξέφρενης διασκέδασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφαντώνω + τόπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”